πτερνῶν

πτερνῶν
πτέρνα
ham
fem gen pl
πτέρνη
heel
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεδδά — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐξοχή τῶν πτερνῶν» …   Dictionary of Greek

  • οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… …   Dictionary of Greek

  • πτερνοκοπίς — ίδος, και πτερνοκόπις, ιδος, ἡ, Α (ως κωμική προσωνυμία παρασίτου) η κοπίδα πτερνών, δηλ. χοιρομηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη (ΙΙ) «χοιρομέρι» + κοπίς (< κόπος < κόπτω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”